DSC_0586Κατσαρού Ελένη – Θερινό εργαστήριο Γραφικών Τεχνών – Μουσείο Τυπογραφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων - Ιούλιος 2017

Η τυπογραφική τέχνη στη Βενετία

Η ακμή της τυπογραφικής τέχνης τον 16ο αιώνα διατηρήθηκε στη Βενετία μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα. Η ποιότητα του βιβλίου μέχρι και την εποχή αυτή διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα και οι βενετικές εκδόσεις ήταν περιζήτητες σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Στο τέλος του 15ου αιώνα η Βενετία είχε γίνει η πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής τυπογραφίας, μία από τις πρώτες πόλεις στην Ιταλία που απέκτησε τυπογραφείο μετά από εκείνα που δημιουργήθηκαν στη Γερμανία, έχοντας 417 τυπογράφους το 1500 π.Χ. Το σημαντικότερο τυπογραφείο ήταν το Πιεστήριο Αλντίνε του Αλδου Μανούτιου, που το 1499 τύπωσε την "Υπνερωτομαχία Πολυφίλου", που θεωρείται το ωραιότερο βιβλίο της Αναγέννησης και καθιέρωσε τα σύγχρονα σημεία στίξης, τη μορφή της σελίδας, την επισεσυρμένη γραφή και εξέδωσε το πρώτο έντυπο έργο του Αριστοτέλη.

Από τις αρχές του 18ου αιώνα σημειώνεται ραγδαία ανάπτυξη της τυπογραφίας στις υπόλοιπες πόλεις τις Ιταλίας. Οι τυπογράφοι προκειμένου να αναπτύξουν τα δικά τους τυπογραφεία άρχισαν να πωλούν σε χαμηλές τιμές και κατόρθωσαν να απαγορευτεί η εισαγωγή των βενετικών εκδόσεων εντός της επικράτειας.

Ωστόσο η βενετική τυπογραφία επέζησε και μετά το 1797 με την πτώση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, δηλαδή την είσοδο του Μεγάλου Ναπολέοντα στη βόρεια Ιταλία και τη συνθήκη του Καμποφόρμιο κατά την περίοδο του απόγειου της δύναμής της, κατόρθωσε και τον 18ο αιώνα να παράγει ωραία δείγματα τέχνης.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ

Από τον 13ο αιώνα η Βενετία αποτελεί κύρια δύναμη διεθνούς πολιτικής σημασίας, ενώ η οικονομική και πνευματική της ακμή την καθιστούν σημαντικό οικονομικό και πνευματικό κέντρο της Ευρώπης. Έτσι οι Έλληνες που ζούσαν στο περιβάλλον αυτό είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης.

Η ηγεμονική θέση της Βενετίας στο τομέα της τυπογραφικής τέχνης και οι στενές σχέσεις της πόλης με τον ελληνικό κόσμο είχαν ως συνέπεια την δημιουργία του πρώτου σημαντικού κέντρου του ελληνικού βιβλίου και την άρρηκτη σύνδεση της ελληνικής τυπογραφίας με την τυπογραφική βενετική τέχνη.

Το 1471 εκδόθηκε στη Βενετία το πρώτο ελληνικό βιβλίο, εκεί κατασκευάσθηκε ο πρώτος ελληνικός τυπογραφικός χαρακτήρας και τελειοποιήθηκε το ελληνικό βιβλίο. Οι πρώτες βενετικές εκδόσεις δεν φέρουν το έτος έκδοσης με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία του πρώτου ελληνικού βιβλίου. Το 1486 εκτυπώνεται το πρώτο χρονολογούμενο βενετικό ελληνικό βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε από τον τυπογράφο Λαόνικο Πρωτόπαπα. Από τις αρχές του 15ου αιώνα οι εκδόσεις των ελληνικών βιβλίων αυξάνονται
σε αριθμό και στη συνέχεια αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται. Κατασκευάστηκαν ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία με ποικίλες μορφές, χρησιμοποιήθηκε καλής ποιότητας χαρτί και δόθηκε σημαντική προσοχή στην εμφάνιση του βιβλίου, και την ίδια εποχή οι περισσότεροι από τους Ιταλούς τυπογράφους απέκτησαν και ελληνικούς τυπογραφικούς χαρακτήρες. Τα καλύτερα δείγματα ελληνικών βιβλίων από την άποψη της τυπογραφικής τέχνης ανάγονται τον 15ο, 16ο και 17ο αιώνα.

Στη Βενετία ιδρύθηκαν πολλά τυπογραφεία με Έλληνες ιδιοκτήτες και αυτό γιατί οι Έλληνες τυπογράφοι είχαν ως κύριο στόχο την έκδοση ελληνικών βιβλίων και έπειτα την έκδοση βιβλίων σε άλλες γλώσσες, το αντίθετο από αυτό συνέβαινε με τους Ιταλούς τυπογράφους.

Το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο στη Βενετία είναι αυτό του Ζαχαρία Καλλιέργη, του οποίου το πρώτο βιβλίο εκδόθηκε το 1499. Η μαζική παραγωγή των βιβλίων σημειώθηκε από τον 17ο αιώνα και κυρίως τον 18ο αιώνα. Ο αριθμός των αντιτύπων ήταν πολύ μικρός σε σχέση με σήμερα. Τότε ιδρύθηκαν και τα τρία μεγάλα τυπογραφεία των Ηπειρωτών Γλυκύ, Σάρου και Θεοδοσίου τα οποία και προέβησαν σε πολυάριθμους τίτλους και εκδόσεις αντιτύπων.

Tο τυπογραφικό σήμα του εκδοτικού οίκου του Ζαχαρία Καλλιέργη

Η ίδρυση ενός τυπογραφείου απαιτούσε μεγάλο ποσό χρημάτων. Βέβαια οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες για τους Έλληνες τυπογράφους κατά τα τέλη του 17ου αιώνα και τις αρχές του 18ου αιώνα. Την περίοδο εκείνη οι Έλληνες είχαν κατορθώσει να συγκεντρώσουν σημαντική περιουσία. Πιο συγκεκριμένα οι Ηπειρώτες εγκατεστημένοι στη Βενετία είχαν δημιουργήσει αξιόλογο πλούτο και είχαν ασχοληθεί έντονα με το εμπόριο. Παράλληλα παρουσιάζεται ανάπτυξη τόσο στην πνευματική όσο και στην πολιτική κατάσταση των Ελλήνων. Τα ελληνικά τυπογραφεία παρά τη γενικότερη κρίση την οποία βίωνε η βενετική
τυπογραφική τέχνη, αρχίζουν να ακμάζουν και να προβαίνουν σε πληθώρα εκδόσεων.

Η κρίση των ελληνικών βενετικών τυπογραφείων εμφανίζεται στα τέλη του 18ου αιώνα. Πολλοί αποδίδουν την παρακμή της ελληνικής βενετικής τυπογραφίας αποκλειστικά στην ίδρυση ελληνικών τυπογραφείων και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης. Βέβαια ακόμη δυο παράγοντες που σχετίζονται με την κρίση είναι, η συνεχιζόμενη αύξηση του κόστους της τυπογραφικής εργασίας και αφετέρου η πτώση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας με αποτέλεσμα την παρακμή της ελληνικής παροικίας της πόλεως.

Τέλος αξίζει να αναφερθεί πως οι έλληνες έμποροι υπήρξαν πάντοτε συμπαραστάτες του ελληνικού βιβλίου, είτε χρηματοδότες της έκδοσής του, είτε μέσο διευκόλυνσης της διακίνησής του στην τότε τουρκοκρατούμενη χώρα. Στη Βενετία προσπάθησαν να λειτουργήσουν τυπογραφεία σε ελληνικά χέρια και μετά την ελληνική επανάσταση, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα όπου και σταματούν την εμφάνισή τους.

Τα τελευταία ελληνικά βιβλία εκδόθηκαν στη Bενετία στις αρχές του 20ου αιώνα. Αλλά το κέντρο της ελληνικής τυπογραφίας είναι ήδη η Αθήνα. Mε την παρακμή της ελληνικής κοινότητας έρχεται και το τέλος της εκδοτικής δραστηριότητας. Είναι αξιοσημείωτο ότι, ως τα τέλη τουλάχιστον του 18ου αιώνα, τυπώθηκε στην Βενετία το 80% της συνολικής ελληνικής βιβλιοπαραγωγής.

Κατά την περίοδο που το Ελληνικό Έθνος στέναζε υπό τον τουρκικό ζυγό υπήρξαν αρκετοί οι οποίοι προσπάθησαν να διαδώσουν τις γνώσεις, που με κόπους και αγώνες απέκτησαν, στους σκλαβωμένους Έλληνες. Αυτές οι γνώσεις μπόρεσαν να δημοσιευθούν στους ομοεθνείς με τη συνδρομή των κληρικών και των φιλοπάτριδων ομογενών οι οποίοι πρόσφεραν τις οικονομίες τους με προθυμία για το σκοπό αυτό.

Η εκτύπωση ενός συγγράμματος την εποχή εκείνη δεν μπορεί να συγκριθεί με τις σημερινές συνθήκες (η τυπογραφία ήταν στη γέννησή της και τα τεχνικά μέσα εκτύπωσης πενιχρά) και δεν ήταν καθόλου εύκολη η έκδοση και η διανομή ενός συγγράμματος από τον συντάκτη του. Αρχικά, τυπογραφεία υπήρχαν σε ορισμένες Ευρωπαϊκές πόλεις και πιο συγκεκριμένα στη Βενετία, τη Παραβία, τη Λειψία, το Βουκουρέστι και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη και την Οδησσό.

Τέσσερα είναι όμως τα γνωστά τυπογραφεία που λειτούργησαν στη Βενετία από
Ηπειρώτες τα οποία θα αναφερθούν παρακάτω.

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ ΓΛΥΚΗΔΩΝ

Το τυπογραφείο της οικογένειας των Γλυκήδων υπήρξε αναμφίβολα το σημαντικότερο ελληνικό τυπογραφείο της Βενετίας. Το τυπογραφείο αυτό την ίδια εποχή, ήταν ταυτόχρονα εκδοτικός οίκος, βιβλιοπωλείο και παλαιοβιβλιοπωλείο. Ως τμήμα του εμπορικού οίκου των Γλυκήδων, που βρισκόταν επί 180 χρόνια στην ιδιοκτησία της ίδιας οικογένειας, ήταν
επιπλέον η μακροβιότερη ελληνική επιχείρηση.

Ιδρυτής της οικογενειακής επιχείρησης των Γλυκήδων στη Βενετία ήταν ο Νικόλαος Γλυκής ο οποίος γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1619, γιος του Μιχαήλ Γλυκή και της Λάμπρως. Εγκαταστάθηκε στη Βενετία το 1647 και ασχολήθηκε αρχικά με το εμπόριο. Οι Γλυκήδες ασχολήθηκαν ως έμποροι κυρίως με παραγγελίες και με το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο. Απ’ την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, την Πελοπόννησο και κυρίως την πατρίδα τους τα Ιωάννινα και τα Επτάνησα εισήγαγαν στη Βενετία τα προϊόντα που βρίσκονταν κάτω από τουρκική ή βενετσιάνικη κυριαρχία: ελαιόλαδο, κερί, σταφίδες, μετάξι, βαμβάκι κ.ά.

Κατά το 1670 ο Νικόλαος Γλυκής ιδρύει το δικό του τυπογραφείο, ενώ ταυτόχρονα απέκτησε το προνόμιο αποκλειστικότητας για την έκδοση σημαντικών ελληνικών βιβλίων.
Από το τυπογραφείο του εκδόθηκαν όχι μόνο εκκλησιαστικά, αλλά και επιστημονικά και φιλολογικά έργα. Το όνομά του πρωτοεμφανίζεται στο ΄΄Ωρολόγιον΄΄ του 1670. Το 1681 εκδίδει το «Πεντηκοστάριον» και τα συγγράμματα του ιερέα Σουγουρδή «Γραμματική» και «Εισαγωγή Λογικής». Το 1683 την «Ουγγροβλαχική Ιστορία» του Ηπειρώτη Ματθαίου και την «Επίτομο Λογική κατ΄Αριστοτέλην» το 1759 με δαπάνες του ηπειρώτη εμπόρου Σπύρου
Πολυζώη. Το 1778 «Γνώμαι Ηθικαί και Πολιτικαί» του ηπειρώτη Παϊσίου Μικρού. Το 1792 τη βίβλο «Έλεγχος κατ΄Αθέων και Δυσεβών» με τις δαπάνες του Μιχαήλ Γλυκή, το 1815 εκδίδει την «Ακολουθία του Αγίου Ματθαίου Μυρέων». Την «Γραμματικήν», τον «Θουκυδίδη», την «Άλγεβρα» τα εκδίσει το 1802 με τη συνδρομή των Αδελφών Ζωσιμαδών.

Ο Γιαννιώτης Νικόλαος Γλυκής ίδρυσε τον μακροβιότερο ελληνικό εκδοτικό οίκο στη Βενετία: έως τα μέσα του 19ου αιώνα που υπήρχε το τυπογραφείο της οικογένειας, εκδόθηκαν περισσότερα από 1.500 βιβλία.

Το χαρτί που χρησιμοποιούσε ο Γλυκής ήταν καλύτερης ποιότητας από εκείνο των βιβλίων που τυπώθηκαν αργότερα. Η τυπογραφική σφραγίδα του Γλυκή έχει μια μέλισσα και ως υπογραφή τα δύο αρχικά γράμματα του ονόματός του Ν(ικόλαος) Γλ(υκύς), ενώ διατήρησαν αναλλοίωτη την εμπορική επωνυμία: «Παρά Νικολάῳ Γλυκεῖ τῷ εξ Ιωαννίνων».

Η τυπογραφική σφραγίδα του Νικόλαου Γλυκή

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ

Η οικογένεια Θεοδοσίου καταγόταν από τα Ιωάννινα και υπήρξε μια από τις μεγάλες ηπειρωτικές εμπορικές οικογένειες, οι οποίες εγκαταστάθηκαν τον 17ο και 18ο αιώνα στη Βενετία. Οι Θεοδοσίου διέθεταν εμπορική εταιρεία (compagnia) εδρεύουσα στα Ιωάννινα και τη Βενετία, όπου συνεργάζονταν παράλληλα με τις ηπειρωτικές εμπορικές οικογένειες των Μαρούτση, Καραγιάννη, Σάρου, Σελέκη και των Κερκυραίων αδελφών Μίλια. Οι ίδιοι
ασχολήθηκαν με το εμπόριο των προϊόντων της Ελλάδας, όπως είναι το ελαιόλαδο, το μετάξι, βαμβακερά νήματα, δέρματα, σφουγγάρια κ.ά.

Η οικογένεια Μαρούτση από την Ήπειρο ασχολήθηκε με το εμπόριο στη Βενετία και τα Ιωάννινα. Στη Βενετία οι Μαρούτσηδες ασχολήθηκαν στη διοίκηση της ελληνικής κοινότητας, ανέλαβαν πολλές φορές το προεδρικό αξίωμα και ασχολήθηκαν με αγαθοεργίες, ενώ κορυφαία προσφορά της οικογένειας ήταν η ίδρυση της «Μαρουτσαίας Σχολής Ιωαννίνων» το 1742. Πρώτος διευθυντής ήταν ο ελληνιστής, λόγιος κληρικός και κορυφαίος διδάσκαλος και μία από τις σπουδαιότερες μορφές του νεώτερου Ελληνισμού Ευγένιος Βούλγαρης, ο οποίος καθιέρωσε τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών, της νεότερης
φιλοσοφίας και της ελληνικής γλώσσας. Το 1805 η σχολή, παίρνει το όνομα του μεγάλου Ιωαννίτη ευεργέτου Ζώη Καπλάνη, εμπόρου στη Ρωσσία, σαν Καπλάνειος Σχολή και τίθεται υπο την προστασία του Πατριαρχείου.

Ο γιαννιώτικος οίκος των «Σελέκη - Σάρου» δραστηριοποιήθηκε σε εμπορικές
συναλλαγές μεταξύ Δύσης (Βενετία) και Ανατολής (δυτικά παράλια του ελλαδικού χώρου).
Ο εμπορικός οίκος συνεργάστηκε με εβραίους εμπόρους των Ιωαννίνων, οι οποίοι διακινούσαν το εμπόρευμα του οίκου εντός του ελλαδικού χώρου. Ο οίκος των «Σελέκη – Σάρου» εξήγαγε δέρματα, γούνες, κερί, χονδρά υφάσματα και φυτικά χρώματα, ενώ παράλληλα εισήγαγε από τη Βενετία ένα κύκλο βιοτεχνικών προϊόντων από βελόνια μέχρι και χρυσά φύλλα που προορίζονται για αγιογραφικές εικόνες.

Κατάστιχο φορτωτικών του εμπορικού οίκου Σελέκη και Σάρου (28 Ιουνίου 1723 - 12 Μαρτίου 1728) - Istituto Ellenico di Venezia

Ο Δημήτριος Θεοδοσίου ήταν εκείνος που σε ηλικία 22 ετών βρέθηκε στη Βενετία για σπουδές και εξεύρεση εργασίας. Μετά από μεσολάβηση της οικογένειας Μαρούτση ο ίδιος βρέθηκε στο τυπογραφείο του Γλυκή. Εκεί έμαθε την τέχνη και την άσκησε τα 8 έτη ως μαθητευόμενος τυπογράφος. Το 1745 τον συναντάμε ως διευθυντή του ίδιου του τυπογραφείου και ιδιοκτήτη καταστήματος βιβλίων. Ο ίδιος το 1755 ζητάει την άδεια να ανοίξει το δικό του τυπογραφείο, αυτό όμως καθίσταται αδύνατο λόγω της αντίδρασης του Νικόλαου Γλυκή, αν και είχε την θετική ψήφο της Συντεχνίας των Βιβλιοπωλών και Τυπογράφων. Ωστόσο με απόφαση της Βενετικής Γερουσίας στις 5 Απριλίου 1755
κατόρθωσε να ιδρύσει το δικό του τυπογραφείο, στην περιοχή του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού στην Bragora σε μια εποχή όπου η βενετική τυπογραφία παρουσίαζε κάμψη.

Στις 12 Απριλίου 1769 και σε ηλικία 65 ετών ο Δημήτριος Θεοδοσίου υποβάλει αίτηση στη Βενετική Γερουσία να αναλάβει ως συνιδιοκτήτης στο τυπογραφείο ένα από τα παιδιά του αδερφού του Ανδρέα για να μάθει την τέχνη και να κληρονομήσει ύστερα την επιχείρηση. Έτσι το τυπογραφείο ανέλαβε ο Πάνος Θεοδοσίου το 1769 και σε ηλικία 15 χρονών.

Ο Δ. Θεοδοσίου, στα μέσα του 18ου αιώνα ανοίγει το τρίτο ελληνικό τυπογραφείο, στη συνοικία του San Giovanni Battista in Bragora, σε μικρή απόσταση από την καρδιά της ελληνικής κοινότητας και από τα τυπογραφεία - βιβλιοπωλεία των Γλυκήδων και των Bortoli που βρίσκονταν στην ίδια συνοικία. H επιχείρηση προγραμματίζει την παράλληλη έκδοση ελληνικών, σλαβικών και αρμένικων βιβλίων, προκειμένου να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα της σε μια εποχή ισχυρού ανταγωνισμού.

Ο Θεοδοσίου ήταν κάτοχος πιεστηρίων και ελληνικών τυπογραφικών στοιχείων, ενώ το 1754 φαίνεται ότι έχει αρχίσει να αποκτά και σλαβικά τυπογραφικά στοιχεία. Όταν η κρίση συνεχίζει μέχρι και το 1810 το τυπογραφείο άρχισε να χρησιμοποιεί καινούργια τυπογραφικά στοιχεία, καλό τυπογραφικό χαρτί και μελάνη καλής ποιότητας, ενώ έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στο δέσιμο των βιβλίων. Τέλος αξίζει να σημειωθεί πως τα τέσσερα βενετικά τυπογραφεία των Γλυκύ, Σάρου, Bortoli και Θεοδοσίου χρησιμοποιούσαν για την εικονογράφηση πολλές φορές τις ίδιες αναπαραστάσεις.

Το τυπογραφείο έκλεισε το 1824, στα χρόνια του ανιψιού και διαδόχου του Δημητρίου, Πάνου Θεοδοσίου, έχοντας στο ενεργητικό του, από πλευράς ελληνικών εκδόσεων, βιβλία κυρίως θρησκευτικά και διδακτικά, ιστορικές πραγματείες και μερικά λαϊκά αναγνώσματα.

Το τυπογραφικό σήμα των Θεοδοσίου ήταν ο δικέφαλος αετός. Οι πτέρυγες του αετού παρουσιάζονται είτε ανοιχτές προς τα πάνω, είτε προς τα πλάγια. Στο αριστερό του πόδι φαίνεται να κρατάει ξίφος, ενώ στο δεξί κεραυνό. Ανάμεσα από τα δύο κεφάλια του αετού υπάρχει στέμμα, ενώ και απ τις δυο πλευρές υπάρχουν τα αρχικά του ονόματός του «Δ.Θ.».

Tο παλιό τυπογραφείο του Θεοδοσίου ανέλαβε στη συνέχεια ο Γεώργιος Διαμαντίδης το 1836. H επιχείρηση τότε επονομάστηκε “Φοίνιξ” και λειτούργησε μέχρι και το 1899.

Συλλογή Τυπογραφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

 

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΑΡΟΥ

O Νικόλαος Σάρος ήταν Έλληνας ευπατρίδης και λόγιος, τυπογράφος και εκδότης από τα Ιωάννινα. Έζησε τον 17ο αιώνα. Εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου και έγινε μέλος της εκεί ελληνικής κοινότητας ήδη από το 1657. Εργάστηκε στο τυπογραφείο του Βενετσιάνου Michelangelo Barbon και κατόπιν, στις 23 Ιουνίου 1688 δημιούργησε το δικό του τυπογραφείο προσανατολισμένο κυρίως σε εκδόσεις λειτουργικές και λαϊκές.

Το 1686 ο έλληνας έμπορος στη Βενετία Νικόλαος Σάρος ίδρυσε το δεύτερο
τυπογραφείο ελληνικής ιδιοκτησίας στην πόλη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει σοβαρό ανταγωνισμό για τον Νικόλαο Γλυκή. Ο Σάρος κατόρθωσε να τυπώσει 56 βιβλία από το 1685 έως το 1693, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα ο Γλυκής δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τις 22 εκδόσεις.

Μετά το θάνατο του Νικόλαου Σάρου το 1697 το τυπογραφείο λειτούργησε υπό την διεύθυνση του γιού του Σπυρίδωνα Σάρου. Το 1708 πουλήθηκε στον (Antonio) Bortoli, ένας από τους σημαντικότερους παραγωγούς ελληνικών βιβλίων για την εποχή και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1778. Η οικογένεια Bortoli άρχισε να συνεργάζεται στη Φλαγγίνειο Σχολή με τον δάσκαλο Γεώργιο Πατούσα, τους μεταφραστές Αλέξανδρο Kαγκελλάριο και Eφραίμ τον Αθηναίο, με τον Σεραφείμ Πισσίδειο, τον Παναγιώτη Σινοπέα, τον Πέτρο Kασσιμάτη και τον Mαρίνο Πιέριο. Για τη δημοσίευση επιστημονικών συγγραμμάτων, λεξικών, αλλά και θρησκευτικών και λογοτεχνικών βιβλίων.

Ο (Αntonio) Bortoli μάλιστα είχε αναλάβει την υποχρέωση να τυπώνει το όνομα του Σάρου και το τυπογραφικό του σήμα στις εκδόσεις του, ωσότου εξοφλήσει το αντίτιμο της αγοράς.

Στο τυπογραφείο του εκδόθηκαν συνολικά 212 βιβλία, κυρίως λειτουργικά, ανάμεσα στα οποία διακρίνουμε αρκετά σημαντικά έργα, όπως:

  • το «Πεντηκοστάριον» (1704)
  • την τετράτομη εγκυκλοπαίδεια του Κωλέττη (1710)
  • την «Γραμματικήν» (1733)
  • το «Προσκυνητάριο του Αγίου Όρους» του Ιωαννίτη ηγουμένου Χριστοφόρου (1745)

Το τυπογραφικό σήμα του Νικόλαου Σάρου ήταν μία γοργόνα με τα αρχικά του ονόματός του «N.S.».

Τυπογραφική σφραγίδα του Νικολάου Σάρρου

 

ΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ

Ο Ανδρέας Ιουλιανός / Andrea Giuliani φιλόλογος από τα Ιωάννινα, έζησε στη Βενετία στις αρχές του 17ου αιώνα. Δημιούργησε το δικό του τυπογραφείο που έφερε το όνομά του και εξέδωσε πλήθος συγγραμμάτων. Το τυπογραφείο διατηρήθηκε για πολλά χρόνια υπό τη διεύθυνσή του, του αδελφού του Αντωνίου και του ανιψιού του Ιωάννου.

Από τις εκδόσεις του Ιουλιανού μπορούμε να αναφέρουμε την «Πρακτική Αριθμητική» και την «Ελληνική Γραμματική». Επιπλέον οι Giuliani από το 1582 έως το 1690 εκδίδουν 199 τίτλους. Ακόμη εξέδωσαν ανάμεσα στα άλλα τη «Θεία Λειτουργία» του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου το 1687, ένα από τα πιο όμορφα παλαίτυπα βιβλία. Επίσης ο οίκος θα εκδώσει για πρώτη φορά και την «Ἐρωφίλη» του Γεώργιου Χορτάτζη το 1637.

Ο Ανδρέας Ιουλιανός υπήρξε σοβαρός ανταγωνιστής για τον Νικόλαο Γλυκή. Ο Γλυκής  θέλησε να κατοχυρώσει ολόκληρη την παραγωγή ελληνικών βιβλίων στη Βενετία και πιο συγκεκριμένα τον πιο προσοδοφόρο κλάδο της, τα θρησκευτικά – εκκλησιαστικά βιβλία.
Έτσι με αίτηση του στην Σύγκλητο αφού αναφέρθηκε στην κακή εμφάνιση των ελληνικών λειτουργικών βιβλίων από τυπογραφική άποψη και στην πληθώρα τυπογραφικών λαθών γνωστοποίησε τη πρόθεση του να αναλάβει την επανέκδοση των ελληνικών λειτουργικών βιβλίων στο νεοσύστατο τότε τυπογραφείο του σε νέα, άψογη εκτέλεση.
Ο Ανδρέας Ιουλιανός ανησυχώντας γι’ αυτό διαμαρτυρήθηκε κατά των μονοπωλιακών αξιώσεων του έλληνα συναδέλφου του και απαίτησε την επέμβαση του προέδρου της συντεχνίας για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του. Έτσι και έγινε, καθώς ο πρόεδρος της συντεχνίας απαίτησε το δικαίωμα ελεύθερης χρήσης όλων των εκδόσεων για όλα τα μέλη της συντεχνίας.

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της Ερωφίλης του Γεώργιου Χορτάτζη, Παρά Αντωνίῳ τῷ Ιουλιανῷ, Βενετία 1637.

Κλείνοντας αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνική τυπογραφία στη Βενετία αποτελεί στοιχείο της ιστορίας του ελληνισμού. Πρόκειται για το μέσο, με το οποίο παραδόσεις αιώνων καταγράφονται και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.
Σε αυτό σημαντικό ρόλο είχαν οι Ηπειρώτες τυπογράφοι της Βενετίας του 17ου αιώνα και 18ου αιώνα. Τα τυπογραφεία τους, άλλωστε, αποτέλεσαν την μέγιστη και ανεκτίμητη προσφορά στην πνευματική αναμόρφωση και εθνική αναγέννηση των Ελλήνων. Όσον αφορά τα Ιωάννινα, η πρωτεύουσα, της Ηπείρου μετατράπηκε παράλληλα με την Βενετία, το πρώτο κέντρο εμπορίου βιβλίου για όλη την Ελλάδα.

Κατσαρού Ελένη
Μουσειολόγος, MSc.